- γερακάρης
- ο ист. сокольник, охотник с соколом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γερακάρης — ο (Α ἱερακάριος, Μ γερακάρης και γερακάρις) [ιέραξ] αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά γεράκια μσν. τιμητικός τίτλος τής αυλής τού Βυζαντίου … Dictionary of Greek
Γερακάρης, Λιβέριος ή Λιμπεράκης — (1645; – 1697). Μπέης της Μάνης. Νεαρός ακόμα, ύστερα από αιματηρές οικογενειακές έριδες, στράφηκε προς την πειρατεία και έγινε γρήγορα ο φόβος και ο τρόμος των πλοίων και των παραλίων της Μεσογείου, έως ότου πιάστηκε από τους Τούρκους και… … Dictionary of Greek
Λυμπεράκης, Γερακάρης — (1645 – 1696). Μπέης της Μάνης και πειρατής. Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια της Μάνης, όμως οι τοπικές αντιδικίες τον ώθησαν από μικρή ηλικία στον τυχοδιωκτισμό. Αρχικά υπηρέτησε στον στόλο της Βενετίας και αργότερα επιδόθηκε στην πειρατεία,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Thanassis Papakonstantinou — Thanasis Papakonstantinou (Θανάσης Παπακωνσταντίνου) (born April 26, 1959, in Tyrnavos) is a Greek singer songwriter. hort biographyHe is married with two children. He studied Mechanical Engineering in Thessaloniki, which he practices as well as… … Wikipedia
Melina Kana — (griechisch Μελίνα Κανά, eigentlich Μελίνα Κανατά Melina Kanata, * 29. Mai 1966 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die ältere Schwester von Lizeta Kalimeri. Ein Philologiestudium an der Aristoteles Universität… … Deutsch Wikipedia
Thanasis Papakonstantinou — Papakonstantinou im Februar 2007 Thanasis Papakonstantinou (griechisch Θανάσης Παπακωνσταντίνου, * 26. April 1959 in Tyrnavos, Präfektur Larisa) ist ein griechischer Singer Songwriter. Er studierte … Deutsch Wikipedia
ιερακάρης — ἱερακάρης, ὁ (Μ) [ιερακάριος] 1. ο γερακάρης* 2. αξιωματούχος ο οποίος μεριμνούσε για τη συντήρηση και την εκγύμναση κυνηγετικών γερακιών … Dictionary of Greek
ιερακάριος — ἱερακάριος, ὁ (ΑΜ) ο γερακάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ιέραξ, ακος + επίθημα άριος, το οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική (πρβλ. βερεδ άριος, υποθηκ άριος)] … Dictionary of Greek
ιερακοβοσκός — ἱερακοβοσκός, ὁ (Α) αυτός που τρέφει γεράκια, ο γερακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + βοσκός] … Dictionary of Greek
ιερακοτρόφος — ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει γεράκια (νεοελλ. μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια αρχ. ως ουσ. ο μαθητής τού Ιέρακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο… … Dictionary of Greek